Δείτε επίσης: λιβανέζα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λιβανέζα οι Λιβανέζες
      γενική της Λιβανέζας
    αιτιατική τη Λιβανέζα τις Λιβανέζες
     κλητική Λιβανέζα Λιβανέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιβανέζα < Λιβανέζος + (-έζα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Λιβανέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία