Λιβανέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λιβανέζος αρσενικό (θηλυκό Λιβανέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τον Λίβανο ή έχει λιβανική υπηκοότητα
Δείτε επίσης : λιβανέζος |
Λιβανέζος αρσενικό (θηλυκό Λιβανέζα)