Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -έζος οι -έζοι
      γενική του -έζου των -έζων
    αιτιατική τον -έζο τους -έζους
     κλητική -έζε -έζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-έζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ese ή κληρονομημένα ουσιαστικά από τα ιταλικά που λήγουν σε -ese[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.zos/

  Επίθημα επεξεργασία

-έζος αρσενικό (θηλυκό -έζα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία