-έζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -έζος | οι | -έζοι |
γενική | του | -έζου | των | -έζων |
αιτιατική | τον | -έζο | τους | -έζους |
κλητική | -έζε | -έζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -έζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ese ή κληρονομημένα ουσιαστικά από τα ιταλικά που λήγουν σε -ese[1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-έζος αρσενικό (θηλυκό -έζα)
- επίθημα για το σχηματισμό
- εθνωνυμικού (εθνικού ονόματος) από το όνομα χωρών
- οικείου τύπου εθνικού ονόματος από το όνομα χωρών
- Ουγγαρία, Ούγγρος (επίσημο) > Ουγγαρέζος
- πατριδωνυμικού από το όνομα πόλης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -έζος, -έζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας