-έζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -έζα | οι | -έζες |
γενική | της | -έζας | των | (-εζών) |
αιτιατική | τη(ν) | -έζα | τις | -έζες |
κλητική | -έζα | -έζες | ||
Δείτε τη διαφορά της γενικής πληθυντικού με το αρσενικό -έζος. Πολλές φορές η δύσχρηστη γενική πληθυντικού του θηλυκού λείπει τελείως. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασία- -έζα < -έζ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α [1]
- Επίσης δείτε: γαλλική -aise (κατάληξη θηλυκών) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-έζα θηλυκό
- θηλυκό του -έζος για θηλυκά εθνωνυμικά και πατριδωνυμικά από το όνομα χώρας ή πόλης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -έζος, -έζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας