Δείτε επίσης: κινέζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κινέζα οι Κινέζες
      γενική της Κινέζας των (Κινεζών)
    αιτιατική την Κινέζα τις Κινέζες
     κλητική Κινέζα Κινέζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κινέζα < Κινέζ(ος) + (-έζα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciˈne.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κι‐νέ‐ζα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κινέζα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κινέζος