Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιβανωτό τα λιβανωτά
      γενική του λιβανωτού των λιβανωτών
    αιτιατική το λιβανωτό τα λιβανωτά
     κλητική λιβανωτό λιβανωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιβανωτό < ουδέτερο του επιθέτου λιβανωτός ως ουσ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιβανωτό ουδέτερο

  1. το λιβάνι
  2. οι κολακείες

  Μεταφράσεις επεξεργασία