λιβανέζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιβανέζικος < Λιβανέζ(ος) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.vaˈne.zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐βα‐νέ‐ζι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαλιβανέζικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τον Λίβανο ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Λίβανος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιβανέζικος
|