Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιβάνισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λιβάνισμα
τα
λιβανίσμα
τ
α
γενική
του
λιβανίσμα
τ
ος
των
λιβανισμά
τ
ων
αιτιατική
το
λιβάνισμα
τα
λιβανίσμα
τ
α
κλητική
λιβάνισμα
λιβανίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιβάνισμα
<
λιβανίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιβάνισμα
ουδέτερο
η πράξη του ρήματος "
λιβανίζω
"
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιβάνισμα
γαλλικά
:
encensement
(fr)