Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιβανίζω < λιβάνι + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

λιβανίζω

  1. (σπάνιο) καίω λιβάνι
  2. (ειδικότερα) θυμιατίζω, κινώ το θυμιατό, στο οποίο καίγεται λιβάνι, μπροστά από εικόνες ή πιστούς
  3. (μεταφορικά) επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια ή τις ίδιες κινήσεις με σκοπό ή διάθεση:

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία