Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιβανιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λιβανιστ
ής
οι
λιβανιστ
ές
γενική
του
λιβανιστ
ή
των
λιβανιστ
ών
αιτιατική
τον
λιβανιστ
ή
τους
λιβανιστ
ές
κλητική
λιβανιστ
ή
λιβανιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιβανιστής
<
λιβανίζω
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιβανιστής
αρσενικό
αυτός που λιβανίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιβανιστής