Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναθυμίαση οι αναθυμιάσεις
      γενική της αναθυμίασης* των αναθυμιάσεων
    αιτιατική την αναθυμίαση τις αναθυμιάσεις
     κλητική αναθυμίαση αναθυμιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθυμιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθυμίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναθυμίασις[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.θiˈmi.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐θυ‐μί‐α‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναθυμίαση θηλυκό

  • Το παιχνίδι με τις φωτιές στη χωματερή των Άνω Λιοσίων, το πληρώνουν οι κάτοικοι γειτονικών περιοχών που κινητοποιήθηκαν, αφού η ζωή τους έχει γίνει αφόρητη λόγω των αναθυμιάσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία