Δείτε επίσης: GUM

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

gum (en)

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
gum < μέση αγγλική gome < αρχαίο αγγλικό gōma (ουρανίσκος) < πρωτογερμανική *gōmô < ΠΙΕΕ *ǵʰhₐu-mo- < *ǵʰehₐw-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

gum (en)

gum (en)