gum
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- gum < μέση αγγλική gomme / gumme < παλαιά γαλλική gome < υστερολατινική gumma < λατινική cummi / gummi < αρχαία ελληνική κόμμι < αρχαία αιγυπτιακή ḳmj-t (qemỵt, qemài)
Ουσιαστικό επεξεργασία
gum (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
gum (en)
- απλώνω κολλώδη ουσία
- gum up: χαλάω, καταστρέφω
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- gum < μέση αγγλική gome < αρχαίο αγγλικό gōma (ουρανίσκος) < πρωτογερμανική *gōmô < ΠΙΕΕ *ǵʰhₐu-mo- < *ǵʰehₐw-
Ουσιαστικό επεξεργασία
gum (en)
- το ούλο
Ρήμα επεξεργασία
gum (en)
- μασώ χωρίς δόντια