Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαλγαμάτωση οι αμαλγαματώσεις
      γενική της αμαλγαμάτωσης* των αμαλγαματώσεων
    αιτιατική την αμαλγαμάτωση τις αμαλγαματώσεις
     κλητική αμαλγαμάτωση αμαλγαματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαλγαματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαλγαμάτωση < αμάλγαμα + -ωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμαλγαμάτωση θηλυκό

  1. η παρασκευή αμαλγάματος
  2. η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επικάλυψης με αμάλγαμα
  3. (χημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επεξεργασίας ενός μεταλεύματος και της εξαγωγής (πολύτιμων) μετάλλων
  4. (μεταφορικά) η συγχώνευση, η ένωση, η ανάμιξη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία