σκύβαλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκύβαλο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκύβαλον