σκύβαλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σκῠβᾰλο- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | σκύβαλον | τὰ | σκύβαλᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σκυβάλου | τῶν | σκυβάλων | ||||
δοτική | τῷ | σκυβάλῳ | τοῖς | σκυβάλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σκύβαλον | τὰ | σκύβαλᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σκύβαλον | σκύβαλᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκυβάλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκυβάλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκύβαλον < άγνωστης ετυμολογίας. Δε συνδέεται με το βάλλω, ούτε είναι ανατολικό δάνειο [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκύβαλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- σκουπίδι, απόρριμμα, ρύπος, ακαθαρσία, περίττωμα
- απομεινάρι
- απομεινάρι από κοσκίνισμα σιτηρών
Παράγωγα
επεξεργασίαΓια τον σχετικά με τα Σκύβελα όρη της Παμφυλίας, → δείτε τους όρους Σκυβελίτης και σκυβελίτης οἶνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκύβαλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σκύβαλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκύβαλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.