Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χέρσονδε < χέρσος


  Επίρρημα επεξεργασία

χέρσονδε

  • προς την ξηρά, με κατεύθυνση προς την ξηρά, προς τη γη