Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χερμάς < συγγενές του αρχαιότερου χερμάδιον, ίσως < χέραδος ή χείρ


  Ουσιαστικό επεξεργασία

χερμάς-άδος θηλυκό

  • μεγάλο βότσαλο ή πέτρα για βολή, αλλά και γενικά πέτρες, π.χ. στην παραλία
  • τηλεβόλος χερμάς