χερσότοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χερσότοπος | οι | χερσότοποι |
γενική | του | χερσότοπου & χερσοτόπου |
των | χερσότοπων & χερσοτόπων |
αιτιατική | τον | χερσότοπο | τους | χερσότοπους & χερσοτόπους |
κλητική | χερσότοπε | χερσότοποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχερσότοπος αρσενικό
- η ξερή γη, η άγονη, που δύσκολα καλλιεργείται
- η γη που έμεινε ακαλλιέργητη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χερσότοπος
|