półwysep
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpółwysep < από τις λέξεις pół και wyspa
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpółwysep (pl) αρσενικό
- (γεωγραφία) η χερσόνησος
półwysep < από τις λέξεις pół και wyspa
półwysep (pl) αρσενικό