Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

półwysep < από τις λέξεις pół και wyspa

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /puwˈvɨsɛp/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

półwysep (pl) αρσενικό