peninsula
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
peninsula | peninsulas / peninsulae |
Ετυμολογία
επεξεργασία- peninsula < λατινική paeninsula
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpeninsula (en)
- (γεωγραφία) η χερσόνησος
- ⮡ The Italian peninsula is located to the west of Greece.
- Η ιταλική χερσόνησος βρίσκεται στα δυτικά της Ελλάδας.
- ⮡ The Italian peninsula is located to the west of Greece.
Πηγές
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- peninsula < paeninsula < paene + insula
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpeninsula θηλυκό
- εναλλακτική γραφή της λέξης paeninsula