presqu'île
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
presqu'île | presqu'îles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpresqu'île (fr) θηλυκό
- (γεωγραφία) η χερσόνησος
- (παραδοσιακή ορθογραφία) το τμήμα ξηράς που μπορεί να θεωρηθεί ως νησί, το οποίο συνδέεται με τη στεριά με μια στενή λωρίδα γης που ονομάζεται ισθμός
Άλλες γραφές
επεξεργασία- (ορθογραφία του 1990) presqu'ile