Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μανιάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μανιάτικ
ος
η
μανιάτικ
η
το
μανιάτικ
ο
γενική
του
μανιάτικ
ου
της
μανιάτικ
ης
του
μανιάτικ
ου
αιτιατική
τον
μανιάτικ
ο
τη
μανιάτικ
η
το
μανιάτικ
ο
κλητική
μανιάτικ
ε
μανιάτικ
η
μανιάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μανιάτικ
οι
οι
μανιάτικ
ες
τα
μανιάτικ
α
γενική
των
μανιάτικ
ων
των
μανιάτικ
ων
των
μανιάτικ
ων
αιτιατική
τους
μανιάτικ
ους
τις
μανιάτικ
ες
τα
μανιάτικ
α
κλητική
μανιάτικ
οι
μανιάτικ
ες
μανιάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μανιάτικος
<
Μανιάτ(ης)
+
-ικος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
maˈɲa.ti.kos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
μα‐νιά‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασία
μανιάτικος, -η, -ο
που προέρχεται από τη
Μάνη
ή αναφέρεται σε αυτήν και τους
Μανιάτες
Συγγενικά
επεξεργασία
Μανιάτικα
(
τοπωνύμια
)
μανιάτικο
(
ουσιαστικό, ουδέτερο
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μανιάτικος
αγγλικά
:
Maniot
(en)