Μανιάτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Μανιάτικα | ||
γενική | των | Μανιάτικων | ||
αιτιατική | τα | Μανιάτικα | ||
κλητική | Μανιάτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μανιάτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μανιάτικος στον πληθυντικό[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈɲa.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐νιά‐τι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜανιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- συνοικία του Πειραιά
- ※ Αν ξέρεις τα «Μανιάτικα» μόνο από τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης, τότε, χωρίς αμφιβολία, φαντάζεσαι ένα «γκέτο» κάτι σαν το Χάρλεμ. Κακόφημα κέντρα, κρησφύγετα συμμοριών και άλλα παρεμφερή. (Δημήτρης Καπράνος, Το «μανιάτικο λόμπι» του Πειραιά, Η Καθημερινή, 4 Μαρτίου 2007)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.