ἄπλυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄπλυτος | τὸ | ἄπλυτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀπλύτου | τοῦ | ἀπλύτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀπλύτῳ | τῷ | ἀπλύτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄπλυτον | τὸ | ἄπλυτον | ||
κλητική ὦ! | ἄπλυτε | ἄπλυτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄπλυτοι | τὰ | ἄπλυτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀπλύτων | τῶν | ἀπλύτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπλύτοις | τοῖς | ἀπλύτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπλύτους | τὰ | ἄπλυτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄπλυτοι | ἄπλυτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπλύτω | τὼ | ἀπλύτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπλύτοιν | τοῖν | ἀπλύτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄπλυτος ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Σημωνίδη τον Αμοργίνο < ἄ- + -πλυτος[1]
Επίθετο
επεξεργασίαἄπλυτος, -ος, -ον
- ακάθαρτος, βρόμικος
- ※ 7ος πκε αιώνας Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Απόσπασμα 7 West, 7.5-7.6
- αὐτὴ δ᾽ ἄλουτος ἀπλύτοις ἐν εἵμασιν
ἐν κοπρίηισιν ἡμένη πιαίνεται.- κι άλουτη η ίδια μ᾽ άπλυτα φορέματα
κάθεται και παχαίνει στην ακαθαρσιά. - Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος @greek-language.gr
- κι άλουτη η ίδια μ᾽ άπλυτα φορέματα
- αὐτὴ δ᾽ ἄλουτος ἀπλύτοις ἐν εἵμασιν
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1035 (1034-1035)
- φωνὴν δ᾽ εἶχεν χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας, | φώκης δ᾽ ὀσμήν, Λαμίας δ᾽ ὄρχεις ἀπλύτους, πρωκτὸν δὲ καμήλου.
- που η φωνή του φωνή ρεματιάς ξεριζώτρας, | που φώκιας είχε βρόμα, καμήλας φριχτό πισινό, κι άπλυτα είχε αχαμνά σαν της Λάμιας.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- φωνὴν δ᾽ εἶχεν χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας, | φώκης δ᾽ ὀσμήν, Λαμίας δ᾽ ὄρχεις ἀπλύτους, πρωκτὸν δὲ καμήλου.
- ※ 2ος κε αιώνας Επιστολή Βαρνάβα, (ψευδεπίγραφη), 7.4, @catholiclibrary.org
- τί οὖν λέγει ἐν τῷ προφήτῃ; Καὶ φαγέτωσαν ἐκ τοῦ τράγου τοῦ προσφερομένου τῇ νηστείᾳ ὑπὲρ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν. προσέχετε ἀκριβῶς· Καὶ φαγέτωσαν οἱ ἱερεῖς μόνοι πάντες τὸ ἔντερον ἄπλυτον μετὰ ὄξους.
- ※ 7ος πκε αιώνας Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Απόσπασμα 7 West, 7.5-7.6
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀπλύτως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. άπλυτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἄπλυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄπλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.