↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλυμένος η πλυμένη το πλυμένο
      γενική του πλυμένου της πλυμένης του πλυμένου
    αιτιατική τον πλυμένο την πλυμένη το πλυμένο
     κλητική πλυμένε πλυμένη πλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλυμένοι οι πλυμένες τα πλυμένα
      γενική των πλυμένων των πλυμένων των πλυμένων
    αιτιατική τους πλυμένους τις πλυμένες τα πλυμένα
     κλητική πλυμένοι πλυμένες πλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pliˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλυ‐μέ‐νος

πλυμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία