πλυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλυμένος | η | πλυμένη | το | πλυμένο |
γενική | του | πλυμένου | της | πλυμένης | του | πλυμένου |
αιτιατική | τον | πλυμένο | την | πλυμένη | το | πλυμένο |
κλητική | πλυμένε | πλυμένη | πλυμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλυμένοι | οι | πλυμένες | τα | πλυμένα |
γενική | των | πλυμένων | των | πλυμένων | των | πλυμένων |
αιτιατική | τους | πλυμένους | τις | πλυμένες | τα | πλυμένα |
κλητική | πλυμένοι | πλυμένες | πλυμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλυ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
πλυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλένω
Συνώνυμα επεξεργασία
- (καθαρισμένος)
- → δείτε και ξεβγαλμένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λήγουν σε -πλυμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)