αποπλυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπλένω
Μετοχή επεξεργασία
αποπλυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποπλένω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπλυμένος
|
αποπλυμένος, -η, -ο
|