Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπλυμένος η αποπλυμένη το αποπλυμένο
      γενική του αποπλυμένου της αποπλυμένης του αποπλυμένου
    αιτιατική τον αποπλυμένο την αποπλυμένη το αποπλυμένο
     κλητική αποπλυμένε αποπλυμένη αποπλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπλυμένοι οι αποπλυμένες τα αποπλυμένα
      γενική των αποπλυμένων των αποπλυμένων των αποπλυμένων
    αιτιατική τους αποπλυμένους τις αποπλυμένες τα αποπλυμένα
     κλητική αποπλυμένοι αποπλυμένες αποπλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπλένω

  Μετοχή επεξεργασία

αποπλυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποπλένω

  Μεταφράσεις επεξεργασία