Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποπλυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποπλυμέν
ος
η
αποπλυμέν
η
το
αποπλυμέν
ο
γενική
του
αποπλυμέν
ου
της
αποπλυμέν
ης
του
αποπλυμέν
ου
αιτιατική
τον
αποπλυμέν
ο
την
αποπλυμέν
η
το
αποπλυμέν
ο
κλητική
αποπλυμέν
ε
αποπλυμέν
η
αποπλυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποπλυμέν
οι
οι
αποπλυμέν
ες
τα
αποπλυμέν
α
γενική
των
αποπλυμέν
ων
των
αποπλυμέν
ων
των
αποπλυμέν
ων
αιτιατική
τους
αποπλυμέν
ους
τις
αποπλυμέν
ες
τα
αποπλυμέν
α
κλητική
αποπλυμέν
οι
αποπλυμέν
ες
αποπλυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποπλυμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποπλένω
Μετοχή
επεξεργασία
αποπλυμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αποπλένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποπλυμένος