φρεσκοπλυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾe.sko.pliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρε‐σκο‐πλυ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
φρεσκοπλυμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που μόλις πλύθηκε (για ρούχο ή πράγμα)
- που μόλις βγήκε από το μπάνιο (για άνθρωπο)
- ↪ Μας ήρθε φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος και παρφουμαρισμένος.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρεσκοπλυμένος
|