νιόπλυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɲo.pli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νιό‐πλυ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
νιόπλυτος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) συνώνυμο του φρεσκοπλυμένος, που μόλις έχει πλυθεί
- ※ έριξε φωνή στις κότες, που σιμώνανε το νιόπλυτο σιτάρι τ’ απλωμένο στον ήλιο.
- Νίκος Κ. Νικολαΐδης, 1844-1956. Το στραβόξυλο [Μικρές αγωνίες]. Αθήνα: Σίσυφος, 1980. 1η έκδοση: Κύπρος, 1922.
- ≋ ταυτόσημα: νιοπλυμένος
- ※ έριξε φωνή στις κότες, που σιμώνανε το νιόπλυτο σιτάρι τ’ απλωμένο στον ήλιο.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιόπλυτος
→ δείτε τη λέξη φρεσκοπλυμένος |
Πηγές επεξεργασία
- λέξεις με νιοπλυ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)