νεόπλυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανεόπλυτος, -ος, -ον
- φρεσκοπλυμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 64 (64-65)
- οἱ δ᾽ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾽ ἔχοντες | ἐς χορὸν ἔρχεσθαι·
- Όλοι τους θέλουν, στο χοροστάσι όταν πηγαίνουν, | φρεσκοπλυμένα ρούχα να φορούν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾽ ἔχοντες | ἐς χορὸν ἔρχεσθαι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 37.2
- εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
- Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 64 (64-65)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νεόπλυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεόπλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.