Δείτε επίσης: νεόπλουτος, νιόπλυτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νεόπλυτος τὸ νεόπλυτον
      γενική τοῦ/τῆς νεοπλύτου τοῦ νεοπλύτου
      δοτική τῷ/τῇ νεοπλύτ τῷ νεοπλύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν νεόπλυτον τὸ νεόπλυτον
     κλητική ! νεόπλυτε νεόπλυτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νεόπλυτοι τὰ νεόπλυτ
      γενική τῶν νεοπλύτων τῶν νεοπλύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς νεοπλύτοις τοῖς νεοπλύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νεοπλύτους τὰ νεόπλυτ
     κλητική ! νεόπλυτοι νεόπλυτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεοπλύτω τὼ νεοπλύτω
      γεν-δοτ τοῖν νεοπλύτοιν τοῖν νεοπλύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεόπλυτος < νεό- + -πλυτος

  Επίθετο επεξεργασία

νεόπλυτος, -ος, -ον

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία