εἷμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἷμᾰ | τὰ | εἵμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | εἵμᾰτος | τῶν | εἱμᾰ́των |
δοτική | τῷ | εἵμᾰτῐ | τοῖς | εἵμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | εἷμᾰ | τὰ | εἵμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | εἷμᾰ | εἵμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἵμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἱμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἷμα < Ϝεσ-μα με αντέκταση. Θέμα *Ϝεσ- του ἕννυμι (ντύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω.[1] Συγγενή: αρχαία ελληνική ἱμάτιον, ἐσθής, ἀμφίεσις, σανσκριτική वस्मन् (vásman), λατινική vestio, vestis (> γαλλική vêtir), πρωτογερμανική *wazjaną (> αγγλική wear)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἷμα, -ατος ουδέτερο, συχνά στον πληθυντικό
- (στον πληθυντικό) ρούχα, ένδυση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 214
- πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν
- Δίπλα του απόθεσαν τα ρούχα, το πανωφόρι και χιτώνα
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν
- 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 265 (264-266)
- πέμπε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε, | σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν, | οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
- Μ᾽ έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη, | άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί, μ᾽ έντυσε και με ρούχα αθάνατα, | έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πέμπε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε, | σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν, | οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
- 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 214
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 37.2
- εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
- Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- (ενδυμασία) ένδυμα, ιμάτιο, εξωτερικό ρούχο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 159 (159-160)
- εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν, | δεινὸν δερκομένη καναχῇσί τε βεβρυχυῖα.
- Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών, | καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν, | δεινὸν δερκομένη καναχῇσί τε βεβρυχυῖα.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 233 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.233-4.234)
- ὣς ἄρ᾽ αὐδάσαντος ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα θεῷ πίσυνος | εἴχετ᾽ ἔργου·
- Έτσι μίλησε, κι ο Ιάσονας επέταξε από πάνω του τον κροκωτό χιτώνα κι ευθύς, με πίστη στον θεό, στο έργο ρίχτηκε·
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ὣς ἄρ᾽ αὐδάσαντος ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα θεῷ πίσυνος | εἴχετ᾽ ἔργου·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 152.1
- ὁ δὲ πορφύρεόν τε εἷμα περιβαλόμενος, ὡς ἂν πυνθανόμενοι πλεῖστοι συνέλθοιεν Σπαρτιητέων, καὶ καταστὰς ἔλεγε πολλὰ τιμωρέειν ἑωυτοῖσι χρηίζων.
- Κι αυτός, αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ δὲ πορφύρεόν τε εἷμα περιβαλόμενος, ὡς ἂν πυνθανόμενοι πλεῖστοι συνέλθοιεν Σπαρτιητέων, καὶ καταστὰς ἔλεγε πολλὰ τιμωρέειν ἑωυτοῖσι χρηίζων.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 159 (159-160)
- σκέπασμα, στρώμα, χαλί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως
- λοιπά σύνθετα:
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἕννυμι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. ιμάτιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- εἷμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἷμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἕννυμι σελ. 428-429 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.