Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἷμᾰ τὰ εἵμᾰτ
      γενική τοῦ εἵμᾰτος τῶν εἱμᾰ́των
      δοτική τῷ εἵμᾰτ τοῖς εἵμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ εἷμᾰ τὰ εἵμᾰτ
     κλητική ! εἷμᾰ εἵμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἵμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  εἱμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἷμα < Ϝεσ-μα με αντέκταση. Θέμα *Ϝεσ- του ἕννυμι (ντύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω.[1] Συγγενή: αρχαία ελληνική ἱμάτιον, ἐσθής, ἀμφίεσις, σανσκριτική वस्मन् (vásman), λατινική vestio, vestis (> γαλλική vêtir), πρωτογερμανική *wazjaną (> αγγλική wear)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἷμα, -ατος ουδέτερο, συχνά στον πληθυντικό

  1. (στον πληθυντικό) ρούχα, ένδυση
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 37.2
    εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
    Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (ενδυμασία) ένδυμα, ιμάτιο, εξωτερικό ρούχο
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 159 (159-160)
    εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν, | δεινὸν δερκομένη καναχῇσί τε βεβρυχυῖα.
    Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών, | καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 233 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.233-4.234)
    ὣς ἄρ᾽ αὐδάσαντος ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα θεῷ πίσυνος | εἴχετ᾽ ἔργου·
    Έτσι μίλησε, κι ο Ιάσονας επέταξε από πάνω του τον κροκωτό χιτώνα κι ευθύς, με πίστη στον θεό, στο έργο ρίχτηκε·
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 152.1
    ὁ δὲ πορφύρεόν τε εἷμα περιβαλόμενος, ὡς ἂν πυνθανόμενοι πλεῖστοι συνέλθοιεν Σπαρτιητέων, καὶ καταστὰς ἔλεγε πολλὰ τιμωρέειν ἑωυτοῖσι χρηίζων.
    Κι αυτός, αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. σκέπασμα, στρώμα, χαλί
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 960
    εἱμάτων βαφάς. - βαφές για σκεπάσματα.


Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

  • λοιπά σύνθετα:

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. ιμάτιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία