πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντέκταση οι αντεκτάσεις
      γενική της αντέκτασης* των αντεκτάσεων
    αιτιατική την αντέκταση τις αντεκτάσεις
     κλητική αντέκταση αντεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντέκταση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία