μελανείμων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μελανείμων, -ων, ον
- μαυροντυμένος, μαυροφορεμένος
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 370 (368-371)
- δόξαι δ᾽ ἀνδρῶν καὶ μάλ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρι σεμναὶ | τακόμεναι κατὰ γᾶς μινύθουσιν ἄτιμοι | ἁμετέραις ἐφόδοις μελανείμοσιν, ὀρχη- | σμοῖς τ᾽ ἐπιφθόνοις ποδός.
- Δόξες ανθρώπων κι αν φτάνουν περήφανες ίσα με τ᾽ άστρα | καταγής ρεύουν κι ατίμητες σβήνουν, | όταν σ᾽ άγριο βαλθούνε τα πόδια μας χορό.
- στην έκφραση μελανείμονες ἔφοδοι: οι επιθέσεις των μαυροφόρων (των Ερινύων)
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- δόξαι δ᾽ ἀνδρῶν καὶ μάλ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρι σεμναὶ | τακόμεναι κατὰ γᾶς μινύθουσιν ἄτιμοι | ἁμετέραις ἐφόδοις μελανείμοσιν, ὀρχη- | σμοῖς τ᾽ ἐπιφθόνοις ποδός.
- ※ 2ος↑ αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 2.16.13 @scaife.perseus
- ἔτι δὲ τὰ δάκρυα τῶν αἰγείρων καὶ τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦντας, οὕς φασι τὰς ἐσθῆτας εἰσέτι νῦν φορεῖν τοιαύτας ἀπὸ τοῦ κατὰ Φαέθοντα πένθους,
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Μάριος, 27.2 @scaife.perseus
- αἱ γὰρ γυναῖκες ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν μελανείμονες ἐφεστῶσαι τούς τε φεύγοντας ἔκτεινον,
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 370 (368-371)
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (καθαρεύουσα)
- ※ Αίφνης εις την καμπήν της οδού διεγράφη υπό την ασθενή λάμψιν φανού πνευστιώντος η σκιά γυναικός μελανειμονούσης, ήτις βήματι ταχεί έσπευδεν ανερχομένη την αυτήν οδόν. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι, Ζ [μεταγραφή σε μονοτονικό])
Πηγές επεξεργασία
- μελανείμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μελανείμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.