→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελανείμων τὸ μελανεῖμον
      γενική τοῦ/τῆς μελανείμονος τοῦ μελανείμονος
      δοτική τῷ/τῇ μελανείμον τῷ μελανείμον
    αιτιατική τὸν/τὴν μελανείμον τὸ μελανεῖμον
     κλητική ! μελανεῖμον μελανεῖμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελανείμονες τὰ μελανείμον
      γενική τῶν μελανειμόνων τῶν μελανειμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελανείμοσῐ(ν) τοῖς μελανείμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελανείμονᾰς τὰ μελανείμον
     κλητική ! μελανείμονες μελανείμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελανείμονε τὼ μελανείμονε
      γεν-δοτ τοῖν μελανειμόνοιν τοῖν μελανειμόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελανείμων < μελαν- + -είμων (εἷμ(α) (ρούχο) + -ων)

  Επίθετο

επεξεργασία

μελανείμων, -ων, ον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία