δυσείματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσείματος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδυσείματος, -ος, -ον
- άθλια ντυμένος, κακοντυμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 1107 (1107-1108)
- σὺ δ᾽ ὧδ᾽ ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα | λεχὼ νεογνῶν ἐκ τόκων πεπαυμένη;
- Μα έτσι,μετά τη γέννα σου, απομένεις | άλουστη και κακοντυμένη;
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- σὺ δ᾽ ὧδ᾽ ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα | λεχὼ νεογνῶν ἐκ τόκων πεπαυμένη;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 1107 (1107-1108)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εἷμα
Πηγές
επεξεργασία- δυσείματος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσείματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.