πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χιτών οἱ χιτῶνες
      γενική τοῦ χιτῶνος τῶν χιτώνων
      δοτική τῷ χιτῶν τοῖς χιτῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χιτῶν τοὺς χιτῶνᾰς
     κλητική ! χιτών χιτῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιτῶνε
γεν-δοτ τοῖν  χιτώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιτών αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία