↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χιτών οἱ χιτῶνες
      γενική τοῦ χιτῶνος τῶν χιτώνων
      δοτική τῷ χιτῶν τοῖς χιτῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χιτῶν τοὺς χιτῶνᾰς
     κλητική ! χιτών χιτῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιτῶνε
γεν-δοτ τοῖν  χιτώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιτών < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης *kittan < ακκαδική 𒃰 (kitû / kita’um, λινάρι, λινός) < σουμεριακή gada.
Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀑𐀵 (ki-to).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιτών αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
χιτων- 

και

Δείτε επίσης

επεξεργασία