Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιτωνίσκος < υποκοριστικό της λέξης χιτών


  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιτωνίσκος-ου αρσενικό