↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χιτώνιον τὰ χιτώνι
      γενική τοῦ χιτωνίου τῶν χιτωνίων
      δοτική τῷ χιτωνί τοῖς χιτωνίοις
    αιτιατική τὸ χιτώνιον τὰ χιτώνι
     κλητική ! χιτώνιον χιτώνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιτωνίω
γεν-δοτ τοῖν  χιτωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιτώνιον < χιτών + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιτώνιον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χιτών