λινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λινός | η | λινή | το | λινό |
γενική | του | λινού | της | λινής | του | λινού |
αιτιατική | τον | λινό | τη | λινή | το | λινό |
κλητική | λινέ | λινή | λινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λινοί | οι | λινές | τα | λινά |
γενική | των | λινών | των | λινών | των | λινών |
αιτιατική | τους | λινούς | τις | λινές | τα | λινά |
κλητική | λινοί | λινές | λινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- λινός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λινός < αρχαία ελληνική λινοῦς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐νός
- ομόηχο: ληνός
- τονικό παρώνυμο: Λίνος
Επίθετο
επεξεργασία
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- λινός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].