Δείτε επίσης: Λινού, ληνού, Λίνου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινού οι λινούδες
      γενική της λινούς των λινούδων
    αιτιατική τη λινού τις λινούδες
     κλητική λινού λινούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λινού < αρχαία ελληνική ληνός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λινού θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • οι λινούδες κατασκευάζονται είτε στις αυλές των σπιτιών, υπαίθρια, είτε μέσα σε στάνες ή μιτάτους
  • η σωστή γραφή είναι με η (Βάκχος ο Ληναίος), ωστόσο επικράτησε με ι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

λινού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού του λινός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (λινό) του λινός