πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λίνος οἱ Λίνοι
      γενική τοῦ Λίνου τῶν Λίνων
      δοτική τῷ Λίν τοῖς Λίνοις
    αιτιατική τὸν Λίνον τοὺς Λίνους
     κλητική ! Λίνε Λίνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λίνω
γεν-δοτ τοῖν  Λίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία