μυθικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυθικός | η | μυθική | το | μυθικό |
γενική | του | μυθικού | της | μυθικής | του | μυθικού |
αιτιατική | τον | μυθικό | τη | μυθική | το | μυθικό |
κλητική | μυθικέ | μυθική | μυθικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυθικοί | οι | μυθικές | τα | μυθικά |
γενική | των | μυθικών | των | μυθικών | των | μυθικών |
αιτιατική | τους | μυθικούς | τις | μυθικές | τα | μυθικά |
κλητική | μυθικοί | μυθικές | μυθικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυθικός < μυθ- (< μύθος) + -ικός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμυθικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με μύθους
- που αποτελεί αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας
- (μεταφορικά) που έχει μεγάλο μέγεθος, εξαιρετική δύναμη και αξία και προκαλεί το θαυμασμό