μυθιστοριογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυθιστοριογράφος < μυθιστορί(α) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυθιστοριογράφος αρσενικό ή θηλυκό
επεξεργασία
- μυθιστοριογραφία
- μυθιστοριογραφώ
- → δείτε τις λέξεις μυθιστόρημα και γράφω