Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επινοημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επινοημέν
ος
η
επινοημέν
η
το
επινοημέν
ο
γενική
του
επινοημέν
ου
της
επινοημέν
ης
του
επινοημέν
ου
αιτιατική
τον
επινοημέν
ο
την
επινοημέν
η
το
επινοημέν
ο
κλητική
επινοημέν
ε
επινοημέν
η
επινοημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επινοημέν
οι
οι
επινοημέν
ες
τα
επινοημέν
α
γενική
των
επινοημέν
ων
των
επινοημέν
ων
των
επινοημέν
ων
αιτιατική
τους
επινοημέν
ους
τις
επινοημέν
ες
τα
επινοημέν
α
κλητική
επινοημέν
οι
επινοημέν
ες
επινοημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επινοημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
επινοώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επινοημένος
αγγλικά
:
fictional
(en)
γαλλικά
:
imaginé
(fr)
,
inventé
(fr)