• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επινοημένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επινοημένος η επινοημένη το επινοημένο
      γενική του επινοημένου της επινοημένης του επινοημένου
    αιτιατική τον επινοημένο την επινοημένη το επινοημένο
     κλητική επινοημένε επινοημένη επινοημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επινοημένοι οι επινοημένες τα επινοημένα
      γενική των επινοημένων των επινοημένων των επινοημένων
    αιτιατική τους επινοημένους τις επινοημένες τα επινοημένα
     κλητική επινοημένοι επινοημένες επινοημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

επινοημένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επινοώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επινοημένος
  • αγγλικά : fictional (en)
  • γαλλικά : imaginé (fr), inventé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επινοημένος&oldid=6733898"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Ιουνίου 2024, στις 16:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Ιουνίου 2024, στις 16:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας