Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επινοημένος η επινοημένη το επινοημένο
      γενική του επινοημένου της επινοημένης του επινοημένου
    αιτιατική τον επινοημένο την επινοημένη το επινοημένο
     κλητική επινοημένε επινοημένη επινοημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επινοημένοι οι επινοημένες τα επινοημένα
      γενική των επινοημένων των επινοημένων των επινοημένων
    αιτιατική τους επινοημένους τις επινοημένες τα επινοημένα
     κλητική επινοημένοι επινοημένες επινοημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

επινοημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία