Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκύημα τα αποκυήματα
      γενική του αποκυήματος των αποκυημάτων
    αιτιατική το αποκύημα τα αποκυήματα
     κλητική αποκύημα αποκυήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκύημα < μεσαιωνική ελληνική ἀποκύημα< ἀποκυέω (γεννώ) < ἀπό (ξε-)+ κυέω (φουσκώνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκύημα ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία