↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκύημα τα αποκυήματα
      γενική του αποκυήματος των αποκυημάτων
    αιτιατική το αποκύημα τα αποκυήματα
     κλητική αποκύημα αποκυήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκύημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκύημα (τοκετός, γέννημα) < αρχαία ελληνική ἀποκυέω (γεννώ, τεκνοποιώ)[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκύημα ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποκύημα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. αποκύημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας