Δείτε επίσης: αποκύημα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀποκύημᾰ τὰ ἀποκυήμᾰτ
      γενική τοῦ ἀποκυήμᾰτος τῶν ἀποκυημᾰ́των
      δοτική τῷ ἀποκυήμᾰτ τοῖς ἀποκυήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀποκύημᾰ τὰ ἀποκυήμᾰτ
     κλητική ! ἀποκύημᾰ ἀποκυήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκυήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκυημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκύημα (ελληνιστική κοινή) < ἀπο- + κύημα (< ἀποκυέω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αποκύημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποκύημα, -ματος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. έμβρυο, το γέννημα, το βρέφος
    ※  3ος κε αιώνας, Ψευδοκλημέντια, Homiliae [Sp.], 6.4, (ψευδεπίγραφο έργο πιθανόν του 3ου αιώνα κε), @scaife.perseus
    ἔπειτα αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ κυηθέν, ὑπὸ τοῦ παρειληφότος θειώδους πνεύματος ἀναφερόμενον, προέκυψεν εἰς φῶς μέγιστόν τι τοῦτο ἀποκύημα, ὡς ἄν ἐκ παντὸς τοῦ ἀπείρου βυθοῦ ἀποκεκυημένον ἔμψυχον δημιούργημα, καὶ τῇ περιφερείᾳ τῶν ὠῶν προσεοικὸς, καὶ τῷ τάχει τῆς πτήσεως.
    ※  4ος κε αιώνας Μέγας Βασίλειος, Homiliae super Psalmos, 20 @catholiclibrary.org
    Ταῦτα λεγέσθω γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ τῶν τόκων ἀποκυήματα. Τὰς ἐχίδνας λέγουσι τὴν γαστέρα τῆς μητρὸς διεσθιούσας τί κτεσθαι. Καὶ οἱ τόκοι τοὺς οἴκους τῶν ὀφειλόντων ἐκφαγόντες ἀπογεννῶνται.
  2. (μεταφορικά) γέννημα, δημιούργημα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία