Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κυέω-κυῶ   κυέομαι-κυοῦμαι 
Παρατατικός  ἐκύεον-ἐκύουν   ἐκυεόμην-ἐκυούμην 
Μέλλοντας  κυήσω   κυήσομαι & κυηθήσομαι (παθ) 
Αόριστος  ἐκύησα   ἐκυησάμην & ἐκυήθην (παθ) 
Παρακείμενος  κεκύηκα   κεκύημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκεκυήκειν   ἐκεκυήμην 
Συντελ.Μέλλ.  κεκυηκὼς ἔσομαι   κεκυημένος ἔσομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυέω < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *(s)qut-, *(s)qeu- (καλύπτω, κρύβω). Συγγενή: (σανσκριτικά) skunati (κρύβω) και (λατινικά) cutis (δέρμα)

κυέω [παλιότερος (αττικός) τύπος του κύω] (και συνηρημένο κυῶ)

  1. κυοφορώ, εγκυμονώ, είμαι έγκυος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 117 ἣ δ᾽ ἐκύει φίλον υἱόν
  2. καθίσταμαι έγκυος, συλλαμβάνω, κυοφορούμαι

Συγγενικά

επεξεργασία