καθίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθίσταμαι < καθ- (κατά + ἵσταμαι, ενεργητική φωνή: ἵστημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈθi.sta.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θί‐στα‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακαθίσταμαι
- παθητική φωνή του ρήματος καθιστώ: γίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθίσταμαι
→ δείτε τη λέξη γίνομαι |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαθίσταμαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος καθίστημι