→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθίστημι < καθ- (κατά) + ἵστημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθίστημι (μεσοπαθητική φωνή: καθίσταμαι)

  1. (μεταβατικό, στους ενεργητικούς χρόνους ενεστώτα, παρατατικού, μέλλοντα, αορίστου, μερικές φορές και στον μέσο ενεστώτα)
    1. δίνω σε κάποιον θέση, τον κάνω αρμόδιο, τον διορίζω,
      ⮡  κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ
    2. εγκαθιστώ
      χρειάζεται παράθεμα στοιχεία παραθέματος
      ὁμήρους τε τῶν παραμεινάντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων παῖδας λαβὼν καὶ καταστήσας ἐς Νάξον
      πήρε ομήρους τους γιους των Αθηναιων που είχαν παραμείνει και δεν είχαν εγκαταλείψει την πόλη αμέσως, και τους εγκατέστησε στη Νάξο
    3. στήνω στο μέσο, κάνω κάτι να σταθεί, τοποθετώ, αφήνω κάτω ή κάπου,
      ⮡  κρητῆρα καθίστα (άσε κάτω το δοχείο)
      ⮡  νῆα κατάστησον (φέρτε το πλοίο στη στεριά)
    4. φέρνω κάποιον ή κάτι σε κάποια θέση, κατάσταση (πενία, απορία κ.λπ.), τον καθιστώ κάτι, π.χ. έτοιμο, τον προετοιμάζω
      ※  Ηρόδοτος, Ἱστορίαι 1.87.3, [1]
      Κροῖσε, τίς σε ἀνθρώπων ἀνέγνωσε ἐπὶ γῆν τὴν ἐμὴν στρατευσάμενον πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι;
      Κροίσε, ποιός άνδρας σε έπεισε να εκστρατεύσεις εναντίον της γης μου και εχθρό να με κάνεις αντί για φίλο;
      ※  Σοφοκλής, Οἰδίπους Τύραννος, 703 [2]
      φονέα με φησὶ Λαΐου καθεστάναι
    5. άγω ενώπιον
    6. κάνω κάτι όπως πρέπει, το αποκαθιστώ, το τακτοποιώ
    7. εισάγω, ορίζω νόμους, νομοθετώ
    8. ιδρύω
  2. (αμετάβατο στους ενεργητικούς χρόνους αορίστου β΄, παρακειμένου, υπερσυντέλικου, στους χρόνους της μέσης φωνής εκτός από τον αόριστο α΄ & στους χρόνους της παθητικής φωνής)
    1. καθίσταμαι, εγκαθίσταμαι, διορίζομαι
      ⮡  στρατηλάτης νέος καταστάς
      ⮡  καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε...
    2. γίνομαι
      ⮡  ἔμφρων καθίσταται
    3. υπάρχω, ισχύω
      ⮡  οἱ καθεστῶτες νόμοι
    4. αντιτίθεμαι επικρατώ
      ⮡  οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν (όρθωσαν το ανάστημά τους στους Τιτάνες)
    5. ηρεμώ, ησυχάζω, κοπάζω
      ⮡  ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ
      ⮡  ὁ θόρυβος κατέστη
    6. κοστίζει, στοιχίζει
      ⮡  ...οὐκ ἠθέλησα πράξασθαι πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν
      και αρνήθηκα να χρεώσω παραπάνω από όσο μου είχαν στοιχίσει)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • καθεστηκυῖα ἡλικία (η μέση ηλικία)
  • ἕως τὰ πράγματα κατασταίη (όταν ηρεμήσουν τα πράγματα)
  • τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε (ποιος λογικός άνθρωπος θα <το> έλεγε <αυτό>)

Παράγωγα

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

μετοχές:

Συγγενικά

επεξεργασία