καθίστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαθίστημι (μεσοπαθητική φωνή: καθίσταμαι)
- (μεταβατικό, στους ενεργητικούς χρόνους ενεστώτα, παρατατικού, μέλλοντα, αορίστου, μερικές φορές και στον μέσο ενεστώτα)
- δίνω σε κάποιον θέση, τον κάνω αρμόδιο, τον διορίζω,
- ⮡ κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ
- εγκαθιστώ
- → χρειάζεται παράθεμα στοιχεία παραθέματος
- ὁμήρους τε τῶν παραμεινάντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων παῖδας λαβὼν καὶ καταστήσας ἐς Νάξον
- πήρε ομήρους τους γιους των Αθηναιων που είχαν παραμείνει και δεν είχαν εγκαταλείψει την πόλη αμέσως, και τους εγκατέστησε στη Νάξο
- ὁμήρους τε τῶν παραμεινάντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων παῖδας λαβὼν καὶ καταστήσας ἐς Νάξον
- → χρειάζεται παράθεμα στοιχεία παραθέματος
- στήνω στο μέσο, κάνω κάτι να σταθεί, τοποθετώ, αφήνω κάτω ή κάπου,
- ⮡ κρητῆρα καθίστα (άσε κάτω το δοχείο)
- ⮡ νῆα κατάστησον (φέρτε το πλοίο στη στεριά)
- φέρνω κάποιον ή κάτι σε κάποια θέση, κατάσταση (πενία, απορία κ.λπ.), τον καθιστώ κάτι, π.χ. έτοιμο, τον προετοιμάζω
- ※ Ηρόδοτος, Ἱστορίαι 1.87.3, [1]
- Κροῖσε, τίς σε ἀνθρώπων ἀνέγνωσε ἐπὶ γῆν τὴν ἐμὴν στρατευσάμενον πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι;
- Κροίσε, ποιός άνδρας σε έπεισε να εκστρατεύσεις εναντίον της γης μου και εχθρό να με κάνεις αντί για φίλο;
- Κροῖσε, τίς σε ἀνθρώπων ἀνέγνωσε ἐπὶ γῆν τὴν ἐμὴν στρατευσάμενον πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι;
- ※ Σοφοκλής, Οἰδίπους Τύραννος, 703 [2]
- φονέα με φησὶ Λαΐου καθεστάναι
- ※ Ηρόδοτος, Ἱστορίαι 1.87.3, [1]
- άγω ενώπιον
- κάνω κάτι όπως πρέπει, το αποκαθιστώ, το τακτοποιώ
- εισάγω, ορίζω νόμους, νομοθετώ
- ιδρύω
- δίνω σε κάποιον θέση, τον κάνω αρμόδιο, τον διορίζω,
- (αμετάβατο στους ενεργητικούς χρόνους αορίστου β΄, παρακειμένου, υπερσυντέλικου, στους χρόνους της μέσης φωνής εκτός από τον αόριστο α΄ & στους χρόνους της παθητικής φωνής)
- καθίσταμαι, εγκαθίσταμαι, διορίζομαι
- ⮡ στρατηλάτης νέος καταστάς
- φτάνω κάπου, έρχομαι, παρουσιάζομαι
- ⮡ καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε...
- γίνομαι
- ⮡ ἔμφρων καθίσταται
- υπάρχω, ισχύω
- ⮡ οἱ καθεστῶτες νόμοι
- αντιτίθεμαι επικρατώ
- ⮡ οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν (όρθωσαν το ανάστημά τους στους Τιτάνες)
- ηρεμώ, ησυχάζω, κοπάζω
- ⮡ ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ
- ⮡ ὁ θόρυβος κατέστη
- κοστίζει, στοιχίζει
- ⮡ ...οὐκ ἠθέλησα πράξασθαι πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν
- και αρνήθηκα να χρεώσω παραπάνω από όσο μου είχαν στοιχίσει)
- ⮡ ...οὐκ ἠθέλησα πράξασθαι πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν
- καθίσταμαι, εγκαθίσταμαι, διορίζομαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- καθεστηκυῖα ἡλικία (η μέση ηλικία)
- ἕως τὰ πράγματα κατασταίη (όταν ηρεμήσουν τα πράγματα)
- τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε (ποιος λογικός άνθρωπος θα <το> έλεγε <αυτό>)
Παράγωγα
επεξεργασία
(Χρειάζεται επεξεργασία) |
μετοχές:
|
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καθίστημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθίστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.