↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθιστάμενος η καθιστάμενη το καθιστάμενο
      γενική του καθιστάμενου της καθιστάμενης του καθιστάμενου
    αιτιατική τον καθιστάμενο την καθιστάμενη το καθιστάμενο
     κλητική καθιστάμενε καθιστάμενη καθιστάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθιστάμενοι οι καθιστάμενες τα καθιστάμενα
      γενική των καθιστάμενων των καθιστάμενων των καθιστάμενων
    αιτιατική τους καθιστάμενους τις καθιστάμενες τα καθιστάμενα
     κλητική καθιστάμενοι καθιστάμενες καθιστάμενα
Συγκρίνετε με την αρχαία κλίση του καθιστάμενος.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθιστάμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθιστάμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του καθίστημι

καθιστάμενος, η, -ο

  • (λόγιο, παρωχημένο) αυτός που καθίσταται, που γίνεται
    ⮡  ο οποίος με το Προεδρικό Διάταγμα διορισμού του προάγεται σε Ναύαρχο, καθιστάμενος έτσι ανώτερος των...
    ⮡  ...δεν βάζω την υπογραφή μου μαζί με εκείνον που μας έφερε στη σημερινή κατάσταση, καθιστάμενος συνυπεύθυνος...

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

καθιστάμενος, η, -ον