fabrication
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fabrication | fabrications |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fabrication (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η επινόηση, οι ψευδείς πληροφορίες που επινοούνται για να εξαπατήσουν τους ανθρώπους
Πηγές επεξεργασία
- fabrication - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 325. ISBN 9780194325684., λήμμα: επινόημα
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fabrication (fr) θηλυκό (πληθυντικός fabrications)