Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μυθογράφος οι μυθογράφοι
      γενική του/της μυθογράφου των μυθογράφων
    αιτιατική τον/τη μυθογράφο τους/τις μυθογράφους
     κλητική μυθογράφε μυθογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυθογράφος < ελληνιστική κοινή μυθογράφος < αρχαία ελληνική μῦθ(ος) + -ο- + -γράφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.θoˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐θο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυθογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυθογράφος οἱ μυθογράφοι
      γενική τοῦ μυθογράφου τῶν μυθογράφων
      δοτική τῷ μυθογράφ τοῖς μυθογράφοις
    αιτιατική τὸν μυθογράφον τοὺς μυθογράφους
     κλητική ! μυθογράφε μυθογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυθογράφω
γεν-δοτ τοῖν  μυθογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυθογράφος (ελληνιστική κοινή) < Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική μῦθ(ος) + -ο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυθογράφος αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία